Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Η ΒΑΪΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΒΑΧΛΙΑΣ



Θέα από τα Συλιβιά. Στο βάθος διακρίνεται ο συνοικισμός "Μανωλέϊκα" της Πέρα Βάχλιας.




Αναδημοσίευση από http://agiosdimitriosromanou.blogspot.gr/




Παραθέτω την πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία που αφορά και την Βάχλια, την οποία διάβασα στον παραπάνω ιστότοπο. 
Είναι γνωστό ότι παλιότερα οι νιόγαμπροι -τηρώντας το έθιμο που ήθελε να φέρνουν αυτοί τα βάγια στην εκκλησία την Κυριακή των Βαΐων- έρχονταν στη Βάχλια από διάφορα γειτονικά χωριά (Βεσίνι, Ξηροκαρύταινα, ακόμα και από την Κερπινή Αρκαδίας) για να κόψουν βάγια, μιας και ο τόπος μας διαθέτει άφθονες βαγιές. 
Η ιστορία αυτή, όντως μας ήταν άγνωστη. Στο χωριό μας, μόνο μια ιστορία είναι γνωστή με κάποιο διαπληκτισμό, όχι πάντως η παρακάτω:


"ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ. Η ΒΑΪΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΒΑΧΛΙΑΣ, Ο ΛΑΚΗΣ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ ΚΑΙ Η "ΤΟΥΡΚΑ" .

ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΝ, ΟΥ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΔΕ.


Είχεν πλέον παρέλθει και η μεγάλη του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου εορτή, το δε  Δημοτικόν Σχολείον μαρτυρών το της ημέρας πανηγυρικόν, η πάλαι ουκούν της Γκούμενας  (Κωνσταντίνας Βασ. Δημητρόπουλου)  οικία, πειθόμενη μάλλον εις την ευμεταβεβληκότηταν των πάντων και αέναον τούτων ροήν, -αφού «ηρπάχθη» υπό του Καλύβα, λόγω χρεών της προς αυτόν,  μεθ’ ύστερον τής της Γκούμενας αράς  καέν συθεμέλως υπό του Ιταλικού στρατού, είχε πλέον ανακαινισθεί υπό του Καρυδόγιαννη (Ιωάννου Νικολάου Πανουτσακόπουλου) μετά του γαμβρού του Γιούτσου (Παναγιώτου Αθανασόπουλου), περιήλθεν εις το Υπουργείον Παιδείας, τη μερίμνη του προέδρου Τσεκουλόγιαννη (Ιωάνου Ανδρέου Πανουτσακόπουλου), γενόμενον  πλέον το νέον Μονοθέσιον Σχολείο του χωρίου.

Ο μεν  Καλύβας συνελήφθη υπό των Ιταλών και μετέπειτα εκτελέσθη στην Ηλεία, μάλλον παρά την Μπαρπάσεναν, η δε γραία Γκούμενα εκτοπισθείσα εις την όμορον καλύβην του Παμείνου (Επαμεινώνδα Ευγενίου Σπυρόπουλου), είχεν αφήσει πλέον τα σκιώδη και πέτρινα, και εκ της χωματο-γειτνιάσεως του Αγίου Βασιλείου, αφήσασα το άσαρκον αυτής σκήνωμα προς αποσύνθεσιν εκ των ων συνετέθη,  είχεν αποδημήσει εκεί, απ' όπου ουδείς τον κόσμον τούτον εώρακεν πώποτε.

Είχον ήδη περάσει εις το παρελθόν, και αι του Σχολείου ανάλογαι εκφάνσεις επί τη της Εθνικής επετείου εορτής, κοπασάντων και των επαίνων, δι’ ών, οι Βεσιναίοι χειροκρότησαν τους μαθητάς, με προεξάρχοντας τον παπα-Σπύρο, τον Δάσκαλο, τον Γραμματέα, τον Πρόεδρον  και βεβαίως άπαντας -συν γυναιξί και τέκνοις- τους λοιπούς χωριανούς. Τινές δ’ «ετοιμόρροποι  γέροντες και γραίαι» εκχέοντες άμα και δάκρυας τινάς,  γιγνώσκοντες ότι την  επομένην επέτειον της ημέρας, "’ηθελε "χειροκροτήσωσιν" εκ του επέκεινα"….

«...ο Απρίλιος είχεν εισέλθει αποφασισμένος  ίνα παραμείνη,  έως αντικατάστασεώς του τουλάχιστον,  εκ του Μαϊου»

Ήδη αι πρώται χελιδόναι εσπάθιζον τον καθαρόν του βουνού αέρα και ο Απρίλιος είχεν εισέλθει αποφασισμένος  ίνα παραμείνη,  έως αντικατάστασεώς του τουλάχιστον,  εκ του Μαϊου.
Είχεν παρέλθη και η Ε΄ των Νηστειών Κυριακή,  και ο παπα--Σπύρος συμφώνως με το απαράβατον της εποχής έθιμον, έπρεπεν ίν' ορίση τους νεονύμφους του χωρίου άνδρας, οίτινες θα επήγαινον εις την αδελφοποιτήν της Βάχλιας περιοχήν,  κομίζοντες ως έδει τα Βάϊα,  άτινα θα διενήμοντο εκ του παπα-Σπύρου εις τους ενορίτας του την Κυριακήν της Βαϊφόρου.

Τούτοι δ’ εισέτι ήσαν, αεί, και νύν απαιτητικοί, ιδίως αι γυναίκαι  αίτιναι ήθελον αρκετά, ουχί βεβαίως δια το Εικονοστάσιόν των μόνον,  αλλ και ως αρωματικόν δια την  φακήν, και τας (yahnī) γιαχνί πατάτας των, μόνον ο δ’ Αβράμης απαιτούσεν  αγκάλην τούτων, δήθεν ότ’ ήτο απαραίτητα δια τους λαγωούς ους εθήρευεν.

Εκείνον δε του 1976 έτος,  ο μοναδικός νεόνυμφος του Βεσινίου ήτο ο Λακίτσας του Καπετάνιου (Θεόδωρος Σπυρίδωνος Σπυρόπουλος), τουτέστιν έπρεπε ίνα κομίση  τα του έτους βάϊα μόνος, αλλ’ δυστυχώς ο ημίονος του Καπετάνιου  "ελάμβανεν  υπογραφάς»  ίν' απέλθη,  πλήρης ημερών και αμέτρων φορτωμάτων.

Προς τούτο ο Θεόδωρος εζήτησεν και τους όνους του γέροντος Ντέρτη (Ανδρέου Επαμεινώνδα Σπυρόπουλου) και του εξαδέλφου του Φύσουλα (Χρήστου Χαραλ. Πανουτσακόπουλου) μετά των (γαϊδουρο)-ονηγών αυτών, καθ' ότι η ατραπός η απάγουσα εκ Βεσινίου εις Βάχλιαν δύσβατος και κακοτράχαλος ήτο,  τουτέστιν παν ζώον,  χρείαν έσχεν και ενός,  όστις θ’ οδήγη τούτο.

Όντως τα υποζύγια παρεχωρήθησαν όλως ευχαρίστως μετά των ονη-οδηγών των.
 Τον Σαλέα (Βασίλειον Ανδρέου Σπυρόπουλον και τον Μπίρκον (Χαράλαμπον Χρήστου Πανουτσακόπουλον τον επιλεγόμενον Ντελήν.

Μετά την Θείαν Λειτουργίαν του Λαζάρου,  των υποζυγίων τε και ημιονηγών, ευρέθησαν άπαντες έξω της Εκκλησίας, κάτωθεν  του πλατάνου του Μπουζιώτη, ένθ’ ο παπα-Σπύρος  ευλογών, λέγοντάς των και τα σχετικά, τους έδωκεν και τρείς προσφοράς δια να γευματίσουν μεθ' ύδατος ψυχρού –νηστείας γάρ εν τη κορυφώσει της- εις την κάτω Βάχλιαν.
Ησπάσθησαν την δεξιάν του παπά των και απήλθον δια την  ιεράν των αποστολήν.


 «... ενθ' έκειτο δάσος αγρίων Βαϊοδέντρων, των οποίων το άρωμα διεπότιζεν άπασαν την περιοχήν, από Βάχλιας, Νασίων Ξηροκαρυταίνης και Βεσινίου».


Διαπεράσαντες ουκούν τα της Αγίας Παρασκευής δίστρατα, άδοντες και ψάλλοντες έφιπποι δια μέσω του αλωνακίου του Γιάννη του Πάϊκου,  ομοίως του  αλωνακίου του Βαρδαναστάση, του Μαχαίρα τα δένδρα,  δια μέσω Κορομηλαιών έφθασον ταχέως εις τας παρυφάς των Συλιβιών,  και εντεύθεν αφιππεύσαντες λόγω του κακοτραχάλου του όρους, κατήρχοντο δια την ρεμματιάν της Βάχλιας,  ενθ' έκειτο δάσος αγρίων Βαϊοδέντρων, των οποίων το άρωμα διεπότιζεν άπασαν την περιοχήν, από Βάχλιας, Νασίων Ξηροκαρυταίνης και Βεσινίου.

Κατερχόμενοι την Βαχλέϊκαν κλιτύν  ποιούντες ζίκ- ζακ προς ευκοπώτερον βαδισμόν των υποζυγίων, και συναντώντες τους Βαχλαίους, ο Λακίτσας ετύγχανεν και σκωπτικών σχολίων,  καθάπερ οι Βαχλαίοι  εγίγνωστον το των Βεσιναίων έθος…

-«Του χρόνου που θα ‘χει τελειώσει το μέλι και θα αρχίσεις να μασάς τα καθιζήματα δεν πιστεύομε ότι θα ξανάρθείς», ή -«που τα πηγαίνεις τα παιδιά αυτά ακόμα δε βγάλανε μουστάκι κι θέλουνε και γυναίκα;»,  και έτερα πλέον βαρύτερα. Γνωστός γάρ ο Λακίτσας του Καπετάνιου τοις Βαχλαίοις.

Τέλος πάντων μετ’ ολίγης ώρας αφικνούμενοι εις την ρεμματιάν των βαϊων, ήρχισαν το μάζεμα των κλάδων, εκ των κορυφών των δένδρων.
Και ενώ έβαινον όλα λίαν ησύχώς τε και καλώς, στιγμήν τινά, ομοβροντία πετρών ήρχισεν να πίπτει επί των δένδρων.
Οι γέλωτες σταμάτησαν και  η ομάς εσίγησεν σιγή θανάτου, αναρωτώμενη το:  «Τι εστί τούτο το παράδοξον»...
 Ως ότε ηκούσθη φωνή εκ της ερημίας βοώσα και λέγουσα:
-«Τώρα θα ιδής πόσα απίδια πιάνει το τσιουβάλι…και ΄δωστου πέτρες προς το του Λακίτσα μέρος.
 Ήταν η κόρη του Χριστοδουλόπουλου η  Τούρκα, η τσιοπάνα η λέγουσα και ποιούσα ταύτα..,

Τουτέστιν ου δια τον Σαλέα, ούτε δια τον Μπίρκο, εγένετο αύτη η φωνή.
Και τούτο ου μόνον πρόδηλον ήτο,  αλλ’ γιγνώσκαμεν ότ’  η κόρη  είχεν προηγούμενα με τον λιθοβολούμενον,  καθ’ ότι,  ότε την συναντούσεν  εκεί επάνω εις τα Αφροδίσια της Γορτυνίας όρη, την περιέπαιζεν σκωπτικώς  αποκαλώντας την «Τούρκα», λόγω του αγρίου ύφους της, του  αξέστου χαρακτήρος της, εισέτι και  τ' αλίκου του προσώπου όπερ Ασιάτισσαν εμαρτύρει.


«Τότ' εκείν’ ορώσα καλώς αυτόν, σκοπεύσασα την κεφαλήν αυτού,  τον έτρωσεν καιρίως,  εν τω κέντρω του μετώπου,  ακριβώς εις  το "Δόξα  πατρί" της κάρας αυτού....»


Και ο λιθοβολισμός ούκ ήθελε παύσει, ούτε και οι λόγοι αυτής, ο δε Λακίτσας, μη δυνάμενος αντιστήναι, επί του δένδρου αναβεβηκώς ών, προσπαθούσεν  όπως- όπως προφυλάξει εαυτόν,  εκ της ομορριψίας των λίθων.
Και ενώ ούτος κεκρυμμένος όπισθεν κλάδου τινός και καλώς αμυνομένος, στιγμήν τινά, ως  μη ακούων  ‘ρίψεις πετρών,  προέβαλλεν  την κεφαλήν αυτού,  ίν’  ίδη πόθεν  η «Τούρκα»  αφορμάτο.

Τότ' εκείν’ ορώσα καλώς αυτόν, σκοπεύσασα την κεφαλήν αυτού,  τον έτρωσεν καιρίως,  εν τω κέντρω του μετώπου,  ακριβώς εις  το "Δόξα  πατρί" της κάρας αυτού....

Αίμα ήρχισεν να τρέχη,  και ο Λακίτσας ως μη αντέχων άλλο,  εποίησεν ανάγκα κινδύνου ηρωϊκήν πτώσιν, τουτέστιν salto mortale,  καθ’ ότι η “Τούρκα”  προ των πυλών της αμύνης του ευρίσκετο.......

Ένα  «μανούλα μου»  ηκούσθη,  και είς γδούπος, ... και ο Λακίτσας προσεπάθη  ‘να ξεμπλέξη εαυτόν εκ των βάτων,  εις ούς,  των λίθων «κελευόντων» ερρίφθη.

Ορώσα η Τούρκα,  την του Λακίτσα ωχράν όψιν,  και το αίμα ‘να ‘ρέη,  εποίησεν εν τω άμα, μεταβολήν... και τις είδεν αυτήν....

Ούτε και το παρ’ ολίγον θύμα την είδεν έκτοτε,  καθ’ ότι ούτος εις Αίγιον μετοίκησεν, η δε «Τούρκα» ανήμερα του Αγίου Γεωργίου μετ’ ολίγας ημέρας ενυμφεύθη, εις τον κεντρικόν της Βάχλιας ναόν …...και ανεχώρησεν  δια το ων Αθηνών κλεινόν άστυ.

Ορώντες μετ’ ολίγον τον τραυματία, ο Σαλέας με τον Μπίρκο,  περιέλθαψαν  αυτόν, επιχέοντες επί του τραύματος, ύδωρ ψυχρότατον εκ του ρέμματος και αποπλύναντες το πρόσωπόν του, αφέντες τούτον ήρχισαν την των κλάδων συγκομιδήν.

Κατόπιν φορτώσαντες τα βάια επί των υποζυγίων,  επήρον την απάγουσαν προς Βεσίνιον,  αίροντες ραθύμως τους όνους και τον ημίονον, και άνευ λόγου τινός περί του συμβάντος,..  φόβος γάρ περιέσχεν άπαντας,  εκ του της «Τούρκας» λιθοβολισμού.

Μόνον ο Λακίτσας μονολογούσε και έλεγε ότι:  -Εφ’ όσον πέσει εις τας χείρας του θα «ξερνούσε το μανόγαλο που είχε πιεί μωρό…..
……
Εντεύθεν διαπεράσαντες τον Καρυτινόν  «λαιμάκο» των Συλλιβιών , δια μέσω του Λαζουρέϊκου , Αγίου Αθανασίου,  παρά του Μποτσαντρέα (Ανδρέου Τζίφα) τα λαζιά, αφικνούμενοι εις Κόζιας,  σταυρώσαντες και τον δρόμον,  μετά  μίας ώρας πορεία, εστάθησαν  εις το «Αλωνάκι»  της Εκκλησίας,  ένθ’  αποφορτώσαντες τα Βάϊα, έλαβον  τας ευχάς και  ευχαριστίας τε,  και την ευλογίαν του παπα-Σπύρου…ανεχώρησαν δια τας πτωχάς των πρωτογόνους οικίας...προς εσπέρας γάρ  ο ήλιος επορεύετο ...και η ημέρα εκείνη ήδη κέκλικεν……

Όσον δια τον λιθοβολισμόν ουδενί ουδέν είπον, και δια την «Τούρκα» ουδείς λόγος γέγονεν….

Εφοβείτο γάρ ο Λακίτσας, των των Βεσιναίων σχολιασμόν.

Όσον εις  την σύζυγό αυτού, ουδείς έγνωσεν τι είπεν, ουδείς τι έτερον ήκουσεν, ... μόνον ο Θεός οίδεν ...………….

PRIEST CHARALAMPOS NTELIS PANOYTSAKOPOYLOS. FRAGKA, TSAKONIKA, WEST ACHAIA. 2 Apr. 2016."