Ο Λάδων έχει την κλασική μορφή του ελληνικού δράκου. Έχει σώμα φιδιού και κεφάλι δράκοντα. Όπως συμβαίνει όμως με πολλές περιγραφές στους Ελληνικούς μύθους, υπάρχουν πολλές διαφορετικές ερμηνείες τόσο για την εμφάνιση του όσο και για την καταγωγή του.
Στις περισσότερες περιγραφές εμφανίζεται να έχει δύο κεφάλια, σε άλλες με τρία και άλλοτε με εκατό όπως ο γίγαντας Τυφώνας. Είχε επίσης την δυνατότητα να μιλάει με ανθρώπινη φωνή. Λέγετε μάλιστα πως ήταν γνώστης πολλών γλωσσών(γεγονός που πέρα από νοημοσύνη του προσδίδει και σοφία ). Το μέγεθος του ήταν τόσο που χανόταν από το μάτι καθώς πέρναγε γύρω από τα βουνά.
Όσο για την καταγωγή του έχουμε δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη είναι γιος του κυβερνήτη των θαλάσσιων τεράτων θεού Φόρκυ, ή Φόρκυνα, και της συζύγου του Κητώς. Τον θέλουν όμως και γιο της Γαίας χωρίς όμως πατέρα. Το ίδιο ενδιαφέρον έχουν και τα αδέρφια του Λάδωνα. Από τις πιο γνωστές προσωπικότητες στο χώρο των τεράτων, αδερφή του Λάδωνα και μάνα πολλών από των πιο τρομερών πλασμάτων της αρχαίας Ελλάδος είναι η Έχιδνα. Πανέμορφη φτερωτή γυναίκα από την μέση και πάνω και τεράστιο ευκίνητο φίδι από την μέση και κάτω. Αδερφές του ήταν οι τρεις κακάσχημες Γραίες Δεινώ, Ενυώ και Πεμφρυδώ, που διάθεταν όλες μαζί ένα μάτι και ένα δόντι, όπως και οι τρεις φριχτές Γοργόνες Σθενώ, Ευριάλη και η πασίγνωστη Μέδουσα με την ματιά που πέτρωνε όποιον κοιτούσε. Τέλος αδερφή του φοβερού αυτού δράκοντα είναι και η νύμφη Θόωσα η οποία απέκτησε με τον Ποσειδώνα τον μονόφθαλμο κύκλωπα Πολύφημο.
Ο ρόλος του ακοίμητου και δυνατού δράκοντα Λάδωνα ήταν η φύλαξη της μηλιάς με τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων, καθήκον που του είχε αναθέσει η Ήρα καθώς το πολύτιμο δέντρο της το είχε κάνει δώρο η Γαία για το γάμο της με τον βασιλιά των θεών τον ανυπέρβλητο Δία. Ήταν μόνιμα τυλιγμένος στο δέντρο και δεν άφηνε κανένα να πλησιάσει, ούτε καν τις νύμφες που βρίσκονταν και αυτές στον κήπο για να φυλάνε το δέντρο με τους πολύτιμους καρπούς. Αν και υπήρχε η φήμη πως κανείς δεν μπορούσε να ξεγελάσει ή να νικήσει στην μάχη το θηρίο αυτό, βρήκε τελικά το θάνατο από τα βέλη του Ηρακλή (που ήταν βουτηγμένα στο δηλητηριασμένο αίμα της Λερναίας Ύδρας ) όταν πήγε να πάρει τα χρυσά μήλα για να ολοκληρώσει έναν ακόμα από τους άθλους του. Η Ήρα λυπήθηκε τόσο για τον χαμό του αγαπημένου της φρουρού που τον μετέτρεψε στον αστερισμό του Όφεως.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή ο Ηρακλής ζήτησε από τον τιτάνα Άτλαντα ο οποίος κρατούσε τον ουρανό να πάει να του φέρει τα μήλα και θα τον ξεκούραζε εκείνος κρατώντας για λίγο τον ουρανό. Ο Άτλαντας θεώρησε πως ήταν καλή στιγμή να κοροϊδέψει τον Ηρακλή και να ξεφορτωθεί μια για πάντα το βάρος τον. Με την βοήθεια των νυμφών οι οποίες έφτιαξαν ένα υπνωτικό γλυκό κοίμισε τον Λάδωνα και πήρε τρία χρυσά μήλα. Μάλιστα προθυμοποιήθηκε να πάει ο ίδιος τα μήλα πίσω στο βασιλιάΕυρυσθέα με πρόθεση να ξεφορτωθεί μια για πάντα τον ουρανό από τις πλάτες του. Ο Ηρακλής κατάλαβε την πρόθεση του και συμφώνησε ζητώντας από τον τιτάνα να του φέρει μια κουλούρα να βάλει στις πλάτες του γιατί ο ουρανός τον πίεζε. Μόλις έκανε ο τιτάνας να πιάσει τον ουρανό ο ήρωας τον άφησε και ξεγλίστρησε γρήγορα.