« μου έλεγε ότι όταν κάποτε το μεσημέρι πέρασε από τα φονικά, όπου στον εμφύλιο είχαν σκοτωθεί πολλοί νέοι άνθρωποι άντρες και γυναίκες, άκουσε φωνές πόνου, και κραυγές θρήνου και το απέδιδε μάλιστα στα κλάματα που έκανε το αίμα τους που είχε χυθεί, το ίδιο μου έλεγαν ο Βίλιας, ο Μπέργιος και ο Γιαννακάριος από την Βάχλια »
...
Αναδημοσίευση
Πηγή: http://agiosdimitriosromanou.blogspot.gr/2012/02/ka.html
Από μικρό παιδάκι και τσοπανάκος πού ήμουν, είχα την καλή, θα μπορούσα να είπω τύχη, να συναναστραφώ εκ του πρώτιστου επαγγέλματός μου, παλιούς τσοπάνους, γέροντες Βεσιναίους, από τους οποίους κέρδισα θάρρος, ήθος, γνώση, εμπειρίες και κυρίως μεθόδους επιβίωσης σε δύσκολες της ζωής φάσεις με αστάθμητους παράγοντες και ακραίες παραμέτρους.
Σαν μνημόσυνο ακραίας αγάπης και ανείπωτου σεβασμού, θα αναφέρω μερικούς που σχεδόν όλα τα χρόνια της μίζερης αλλά γνήσιας μέχρι τα 18 μου έτη ζωής, ήμουν καθημερινά κοντά τους, γιατί για να είμαι και ειλικρινής επτά χρονών παιδί φοβόμουν μόνος μου με τα γιδοπρόβατα, μέσα στα αδιαπέραστα ρουμάνια, τις ανήλιες ρεμματιές και τα μοναχικά Αρκαδοβεσινέϊκα βουνά.
Ήμουν λοιπόν με τους αείμνηστους και μάκαρες, Γεροπλατσιάρα (Γεώργιος Σπυρόπουλος), άγιος και τελείως άδολος άνθρωπος, είχε πολεμήσει πολλά χρόνια στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και είχε περπατήσει όλο το Αφιόν Καραχισάρ, κοντά του ψιλοέμαθα και την Τούρκικη γλώσσα γιατί αυτός την μιλούσε άπταιστα και συχνά-πυκνά μου μιλούσε στα Τούρκικα έτσι να τα φρεσκάρει και εκείνος.
Μου είχε εξιστορήσει άπειρες και παντός είδους περιπέτειες, κυρίως όμως από τον πόλεμο, την άτακτη οπισθοχώρηση μέχρι τον τυφεκισμό των έξι.
Με τον Γεροτσουραπόγιαννη, (Γιάννη Πανουτσακόπουλο), σκληροτράχηλο και δυναμικό άνδρα της εποχής, που μου έρριχνε και κάποιες καρπαζιές όταν έκανα καμμιά διαβολιά, αλλά ως αντίποινα τον είχα ρημάξει κλέβοντάς του καπνό και τσιγάρα, όταν συνήθως τα ξεχνούσε για λίγο επάνω σε καμμιά πέτρα, ρεμβάζοντας από τα Σιλιβιά (σημ. τοποθεσία στην κορυφογραμμή της Πέρα Βάχλιας) τα Τρόπαια της Αρκαδίας, χωρίς να μου ειπεί ποτέ τι τον τραβούσε εκεί, όπως, όσο και να επέμενα, δεν μου μιλούσε ποτέ για την Αμερική όπου επήγε επανειλημμένως μαζί με τον παππού μου τον Χειμωνοχαράλαμπο και ξαδελφό του.
Με τον Γεροκαπετάνιο (Σπύρο Σπυρόπουλο), αινιγματικός, μυστήριος, απρόβλεπτος αλλά και πολύ αγαπητός παππούς μου από την Τοποστινειά γιαγιά μου Θοδώρα του Φώτη Ντελή, ριψοκίνδυνου και μυστηριώδου Αρκάδα.
Με τον Γεροντέρτη, πράο, άκακο και ήρεμο ορεσίβιο γέροντα, δεν έμεινε ποτέ στο χωριό, το Καλοκαίρι ήταν στο διάσελο και τον Χειμώνα στον Κάκαβο.
Με τον Παναγογιώργη (Γεώργιος Γιαννακόπουλος), πολυφαμελίτη και φιλότιμο αγωνιστή.
Με τον Γεροβαρδοχρήστο (πηγαίναμε και για μεροκάματο στην Αιγιαλεία, όταν από 12 χρονών πήρα το πρώτο μου μεροδούλι τρυγώντας σταφίδα. (30 δραχμές από φυλακής πρωϊας μέχρι νυκτός, κουβαλώντας στους καχεκτικούς μου ώμους 40 οκάδες κοφίνι.
Ασφαλώς σμίγαμε και με άλλους τσελιγκάδες αλλά ήσαν νεότεροι, και καλοπροαίρετα βεβαίως λέγω, κοιτάζανε για καμμία κοκκινομάγουλη, σκληροκρέατη και τσουπωτή τσελιγκοπούλα, και δεν είχαν όρεξη για μύθους και ιστορίες εφ΄όσον τότε γράφανε την δικιά τους, νοιώθοντας μέσα στον οργασμό της άγριας φύσης να τους κατακλύζει αφόρητα η της γενετήσιας πανούκλας ορμή, όπως θα έλεγε και ο μέγας Αυστριακός ψυχίατρος, αιρετικός φιλόσοφος, ερευνητής και στοχαστής Βίλχελμ Ράιχ (WILHELM REICH).
Πολλά λοιπόν μου έλεγαν, αλλά ενίοτε τους ρωτούσα και για στοιχειά και συχνότερα για νεράιδες εφ΄ όσον τα περισσότερα μέρη είχαν σχετικά ονόματα, όπως νεραϊδοβούνι, νεραϊδόραχη, νεραϊδόβρυση, της νεράιδας το λημέρι, κ.ο.κ., και η παιδική μου φαντασία εξάπτετο, μέχρι που το Αδαμικό μου ορμέφυτο- (όταν κατάλαβα το πρώτο της νιότης οργονολάκτισμα)-, με είχε κάνει να τις ερωτευτώ.
Ο γέρο Ντέρτης μου έλεγε ότι όχι μόνο τις έβλεπε αλλά και ότι στο πετροβούνι τον είχαν λαχταρήσει.
Ο γέρο Πλατσιάρας πρέπει πραγματικά κάτι να έβλεπε, – (άνδρας Βεσιναίος, εν ώ ουδέποτε ενεφανίσθη ψήγμα δόλου ή ψεύδους)- αλλά δεν ήθελε να το συζητάει, τον θυμάμαι μόνο μία και μοναδική φορά στα γούπατα της Γορτυνίας που κάτι κοίταζε περίεργα απέναντι στην Αρκουδόβρυση, και όταν τον ρώτησα τι είναι εκεί, μου έπιασε το χέρι και τότε μου φάνηκε πως άκουσα κάτι σαν υπερκόσμια μουσική από βιολιά, πίπιζες και ταβούλια, αλλά δεν είδα τις νεράιδες να χορεύουν δίπλα στην πηγή όπως μου είπε, και έτσι δεν μπορούσα …να βουτήξω το μαντήλι κάποιας για να ήταν δικιά μου ες αεί. .
Ο γερο Καπετάνιος μου έλεγε ότι μαζί με τον Βαρδοπαναγιώτη είχαν κουβεντιάσει και μαζί τους στου Αλη-βροχιά τη βρύση, ο γέρο Τσουραπόγιαννης, ότι μαζί με τον Λαζουρά ( Θανάση Γιαννόπουλο) είχαν κάποιες επαφές αγνώστου τύπου μαζί τους, στην Χώτσα.
Όσο για τον Βαρδοχρήστο, έτσι άγριος, νευρικός και απότομος που ήταν, μάλλον τον φοβόσανται, γιατί μου έλεγε ότι αυτά είναι βλακείες και ότι κάποτε κατουρήθηκε επάνω του τζάμπα από φόβο, σαν είδε έναν διαβολόπαπα τα μεσάνυχτα στην ξερόβρυση να πίνει νερό, και απ΄ ότι μετά κατάλαβε, ψαρεύοντας την παπαδιά, ήταν ο παπάς του διπλανού χωριού που έκλεβε οπώρες στα Βεσινέικα αμπέλια.
Μου έλεγαν λοιπόν ότι μένουν κοντά σε κεφαλόβρυσα, σε ρέμματα, σε λαγκαδιές, φαράγγια και χαράδρες, σε κουφάλες καστανιών, σε γιοφύρια, σε μυλαύλακα και νερόμυλους, επάνω σε διάσελα και καταράχια, σε δέντρα, κυρίως σε καρυδιές και συκιές γι’ αυτό δεν κοιμόμαστε ποτέ κάτω από αυτές γιατί σηκωνόμαστε με βαρύ κεφάλι, και νομίζαμε ότι μας πλάκωνε ο ίσκιος των νεράιδων.
Υποστήριζαν ότι είχαν ιδεί κούκλες νεράιδες να τρέχουν , να πηδούν, να τραγουδούν, να χορεύουν και ότι μάλιστα όταν επικρατεί νηνεμία και δεν φυσά, τυχόν ανεμοστρόβιλος ήσαν περαστικές νεράιδες, που μόνο οι αλαφροϊσκιωτοι, οι γιορτοπιασμένοι και οι Μεγαλοσαββατογεννημένοι τις έβλεπαν.
Τα καυτά Καλοκαιρινά μεσημέρια, και οι αφέγγαρες νύχτες του μεσονυκτίου έκρυβαν νεραϊδοπαγίδες για τους μοναχικούς διαβάτες, γι’ αυτό όταν γυρίζαμε την νύχτα με τα μουλάρια μας, αφήναμε τις τριχιές αμολητές να σέρνονται για να μη μας πειράξουν.
Για το κτύπημα, κράτημα, λάβωμα, δάγκωμα ή πάρσιμο απ’ αυτές, μας είχαν δώσει οι προγιαγιάδες μας, κάτι παράξενα φυλαχτά, Δημητσανίτικη μαύρη μπαρούτη, και κάτι φυλακτάρια που είχαν μέσα σταυρό, λαγοπόδαρο, κόκκαλο χελώνας και νυχτερίδας, δέρμα από σκαντζόχοιρο και φίδι, και ένα σωρό άλλα παρελκόμενα από ποντίκια, νεραϊδόξυλα, ιξό, και άλλα κόλπα βρασμένα σε τρίστρατα μέσα σε αμίλητο νερό.
Επί πλέον πάντα κρατούσαμε μαυρομάνικα μαχαίρια, με κίνδυνο να τρυπήσουμε επάνω στο φόβο μας, κάποιον ανύποπτο νυχτερινό περαστικό στα επισφαλή μέρη.
Στο Βεσίνι, έλεγαν ότι κρατούσε στοιχειά και νεράιδες στη μαύρη βρύση, στον Πιτεμό, στον πισώκαμπο, στην παλιόβρυση, στην κορύτα, στην Χώτσα, στην νεραϊδόραχη, ξερόβρυση, Μαυριά, φονικά, Τσελεκονιά, μύλο του παπαντώνη, Αλη-βροχιά, βρυτσούλια, στου Μπουγά το μνήμα, στον μπούρμπουλα, κ.λ.π.
Η Μυρώνα -από το μυρώνι- ( Κωνσταντίνα Σπυροπούλου) μου έλεγε ότι όταν κάποτε το μεσημέρι πέρασε από τα φονικά, όπου στον εμφύλιο είχαν σκοτωθεί πολλοί νέοι άνθρωποι άντρες και γυναίκες, άκουσε φωνές πόνου, και κραυγές θρήνου και το απέδιδε μάλιστα στα κλάματα που έκανε το αίμα τους που είχε χυθεί, το ίδιο μου έλεγαν ο Βίλιας, ο Μπέργιος και ο Γιαννακάριος από την Βάχλια, ότι δηλαδή το χυμένο αίμα θρηνούσε, και χαρακτηριστικά ότι είχαν και αυτοί ακούσει το : «το αίμα να σκούζει».
Φυσικά σήμερα λίγοι τα πιστεύουν αυτά, και λιγότεροι τα φοβούνται, εγώ μάλιστα πιστεύω ότι τα στοιχειά, τα φαντάσματα και οι νεράιδες μάλλον μας φοβούνται, γιατί σε μεθοδείες έχουμε ξεπεράσει και αυτόν ακόμα τον διάβολο.
Έτσι που γίναμε, και Αυτός ο Θεός …μας φοβάται, κυρίως τους αυτόκλητους πατερούληδες, πάτρωνες και έμμισθους μπιστικούς της ανθρωπότητας.
Γι’ αυτό ανέβηκε ψηλότερα… για να μην ακούει τον κλαυθμό και τον οδυρμό των αγαπημένων του πλασμάτων, που χαράζουν δικούς τους ανερμάτιστους δρόμους, και αποσχισθέντες εκ του Ποιητή και Πλάστη και Σωτήρα τους, ακολουθούν όλως πανηλιθίως τους εφήμερους σφετεριστές της κοσμικής χωμάτινης πεπερασμένης εξουσίας.
Τους ακολουθούμε πολυμαζικά -σαν άλογο και ανόητο ανθρώπινο κοπάδι που δεν καταλαβαίνει την δύναμή του, -τους ολίγιστους δημίους μας, μόνον και μόνον επειδή αυτοί συνεργαζόμενοι με τον κοσμοκράτορα του αιώνα τούτου σαν σχιζοφρενείς νέο-Μίδες, φυλακίζουν συσσωρευμένη και καπηλεύονται όλως ιδιοτελώς την δοθείσα για όλους Πατρική Ουσία, και αυτό το επιτυγχάνουν χάρις στην δικιά μας βλακεία, γιατί ορώντας και μη βλέποντες εμείς οι πολλοί, οι όλοι, και ούτως μη δυνάμενοι, του συνιέναι, ότι ειδικά την σήμερον, όχι μόνον κόκαλο δεν μας δίνουν αυτοί οι ελαχιστότατοι, αλλά και τα πίπτοντα εκ της τραπέζης αυτών ψιχία δεν μας αφήνουν να αγγίξωμε..
Και δεν θα αγγίξωμε ούτε νιφάδα Μάνα, μέχρι που να καταλάβουμε εμείς οι άπειροι της γης οι πεινασμένοι, το: ‘’Όταν ο παράνομα συσσωρευμένος πλούτος δεν αναδιανέμεται ως δεί και χρη, τότε κατάσχεται’’, εκτός αν προλάβουν να καταλάβουν οι άφρονες ότι οργή λαού συνεπάγεται οργή Θεού, και έτσι προς ατίμητο συμφέρον και των δύο πλευρών, των αμέτρητων ορθοδόξως, εντόνως και καθολικώς διαμαρτυρομένων και των ελαχιστοτάτων αρρωστοκαπιταλιστικώς βουλευομένων, η ανθρωπότητα δυνηθεί να αποφύγει τα χείριστα και ανεπανόρθωτα.
Και αυτό γιατί γίναμε ατομιστές, αριβίστες και εαυτουλιστές, όλοι μιλάμε για μάρτυρες αλλά για κάποιους άλλους και όχι για μας. Όλοι το παίζομε πολεμιστές αλλά λατρεύουμε τους Ξέρξειους θρόνους και ούτως ως απαθείς θεατές να βλέπομε τους άλλους να σκοτώνονται.
Είναι κοινή και αμφίδρομη στην θεωρία η του Ναζίμ Χιχμέτ (NAZIMHIKMET) πεποίθηση ότι: Για να φωτισθεί ο κόσμος πρέπει κάποιοι να καούν, αλλά μονοσήμαντη και μονόδρομη όταν έρθει ο καιρός του, επιβάλλεται πραχθήναι τι, τότε φθάνουμε στο: Ναι. Μα όχι εμείς …απλά ….κάποιοι άλλοι.
Δηλαδή το παίζουμε σαν τον πονηρό παπά.
Ναι, παπαδιά να δίνομε τον ένα χιτώνα αλλά όχι εμείς…..οι άλλοι.
Όλοι θέλουμε μάρτυρες και Μάρτυρες και αυτό μόνο για να τους εκμεταλλευόμαστε και να τους πουλάμε… και εμείς στο …απυρόβλητο, χωρίς να τους ακολουθούμε στο μαρτύριο ή αν προτιμάμε και αλλιώς, όχι εμείς στο ρόλο του Σαμψών ή του Κόδρου,….μα κάποιοι άλλοι.!
…..Ούτε και εγώ κατάλαβα πως από τα ήμερα ξωτικά του τότε, κατέληξα στους σημερινούς ανήμερους και αδηφάγους βρικόλακες του χρήματος…
π.Χαράλαμπος Πανουτσακόπουλος